- σακαράκα
- η(λ. ιταλ.)1. παλιό αυτοκίνητο, σαράβαλο: Δεν ταξιδεύω μ' αυτή τη σακαράκα.2. γενικά πράγμα παλιό και άχρηστο.3. παλιό και άχρηστο σπαθί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.